Η δεύτερη ζωή των «Απαρατήρητων», η έξοδός τους από το βιβλίο, ήταν η αφορμή για να προσκληθεί στο Marili’s Table ο ντελιβεράς της Αγγελικής Σπανού και να μάθουμε μια ακόμη εμπειρία του, ένα βροχερό βράδυ, κάπου στα ακριβά προάστια της Αθήνας…
Με τους «Απαρατήρητους» (εκδόσεις ΠΟΛΙΣ) η Αγγελική Σπανού μας συστήνει -με τον δικό της τρόπο- την ταμία στο σούπερμάρκετ, τον ντελιβερά, την κυρία στα διόδια, τον παρκαδόρο στο πλοίο, την οδοκαθαρίστρια, τον τραυματιοφορέα, την ταξιθέτρια, τον θυρωρό, την τηλεφωνήτρια, τον δικαστικό κλητήρα – εργαζόμενους που τους συναντάμε και μετά τους ξεχνάμε, τους κοιτάζουμε και δεν τους βλέπουμε, τους ξέρουμε και δεν τους γνωρίζουμε, μας απεθύνονται και δεν τους ακούμε.
Είναι ιστορίες καθημερινές, προβλέψιμες στην αρχή τους και αναπάντεχες στο τέλος τους, τρυφερές, κάποιες φορές σπαρακτικές, πάντα αληθινές…
‘Oταν άκουσα τη διάγνωση, καρκίνος στο στομάχι, νόμιζα ότι δεν είμαι εγώ, ότι κατά τύχη βρέθηκα εκεί και άκουσα έναν γιατρό να μιλάει σε μια άγνωστή μου ασθενή. Επειδή ο γιατρός συνέχιζε να μιλά για να περιγράψει τα επόμενα στάδια, άρχισα σιγά σιγά να συνειδητοποιώ ότι αφορά εμένα.
Είχα αποφασίσει να πάω μόνη μου να τον δω, για να αξιολογήσει τα αποτελέσματα της βιοψίας, και ήταν μάλλον καλή ιδέα, γιατί, τελικά, δεν χρειαζόμουν παρέα. Δεν ήθελα να κλάψω ούτε να ουρλιάξω, ήθελα να φύγω από το ιατρείο και να πάω για ψώνια στο Golden Hall που ήταν κοντά. Ηξερα ότι εγώ έχω τον καρκίνο και όχι κάποια που δεν ξέρω, αλλά δεν μπορούσα να φορέσω τα ρούχα της καρκινοπαθούς, ήθελα να συνεχίσω κανονικά, σαν να μην υπάρχει αυτό το μαύρο πράγμα μέσα στο σώμα μου.
Ενας ψυχίατρος που είδα τον επόμενο μήνα μου είπε ότι συμβαίνει σχεδόν σε όλους όταν μαθαίνουν πως έχουν καρκίνο – το πρώτο στάδιο είναι η άρνηση, μετά έρχεται o θυμός, ύστερα η θλίψη, μπορεί να μπερδεύω τη σειρά, και στο τέλος η αποδοχή. Αυτό με έριξε ακόμη περισσότερο γιατί μου στέρησε τη δυνατότητα να αισθανθώ κάπως μοναδική. Είναι πολύ μίζερο να είσαι απλώς ένας από τους χιλιάδες άτυχους που μπλέκουν με χημειοθεραπείες, ακτινοθεραπείες και τα σχετικά. Ειδικά εγώ που τα είχα όλα – την τέλεια οικογένεια, σούπερ δουλειά και μια πολύ άνετη ζωή.
Αυτός ο ψυχίατρος ήταν πολύ απότομος. Οταν του είπα πως αναρωτιέμαι “γιατί σε μένα;” μου απάντησε ότι πρέπει να αναρωτηθώ “γιατί όχι σε μένα;”. Καταλάβαινα ότι έστεκε επιστημονικά η προσπάθειά του να με κατεβάσει στην πραγματικότητα για να μπορέσω να κάνω ό,τι πρέπει με συνέπεια και πειθαρχία, αλλά εγώ είχα ανάγκη λίγη μαγεία, ήθελα να γίνω η “κερένια κούκλα” του Χρηστομάνου. Την είχα διαβάσει έφηβη επειδή μας υποχρέωσε μια φιλόλογος που με είχε γοητεύσει και την έβαλα μέσα μου για πάντα. Ποτέ δεν με ενδιέφερε η λογοτεχνία, ελάχιστα έχω διαβάσει, αλλά αυτό το μικρό μυθιστόρημα που βρέθηκε μπροστά μου κατά τύχη με συγκλόνισε. Ποιος ξέρει γιατί δεν συνέχισα, μήπως βρω και σε άλλα βιβλία κάτι αναπάντεχο. Ισως γιατί δεν προσπάθησα ποτέ για τίποτα, γίνονταν όλα κάπως εύκολα, έρχονταν και με έβρισκαν τα καλά. Σπουδές, δουλειά, λεφτά, γάμος, παιδιά, τίποτα δεν στράβωνε, όλα στην ώρα τους και όλα σωστά. Ξαφνικά ήρθε ο καρκίνος. Κανείς γύρω μου δεν θα μπορούσε να φανταστεί, και πρώτα απ όλους εγώ, ότι θα ερχόταν μια στιγμή που θα δοκίμαζα περούκες αντί να φτιάχνω wavy τα μαλλιά μου με την πρέσα.
Ο άντρας μου, μεγαλοδικηγόρος, ήταν ο πρώτος που το έμαθε. Τον πήρα τηλέφωνο από το δρόμο, επιστρέφοντας σπίτι, και το πρώτο που μου είπε ήταν να μη μιλήσουμε ακόμη στα παιδιά μέχρι να έχουμε όλη την εικόνα. Δεν με ρώτησε “πώς είσαι;” ούτε αν θέλω να έρθει να με πάρει. “Θα τα πούμε από κοντά” είπε και έκλεισε το τηλέφωνο. Φαντάστηκα ότι θα σοκαρίστηκε και γι αυτό ήταν τόσο ψυχρός. Αλλά ψυχρός ήταν πάντα. Πολύ καλός πατέρας, ο τέλειος οικογενειάρχης, να μη μας λείψει τίποτα, με τα ταξίδια μας, τα ψώνια μας, τα ιδιωτικά σχολεία μας, τα ακριβά ρούχα μας, τα προχωρημένα γκάτζετ μας, τίποτα δεν μας έλειπε. Ισως μόνο η αλήθεια. Γιατί μέσα σε όλη αυτή την λαμπερή εικόνα εγώ ήμουν απλώς η κατάλληλη σύζυγος. Πολύ εμφανίσιμη, με καλές σπουδές στο Λονδίνο, με χαλαρή απασχόληση σε μια ναυτιλιακή φίλου μας εφοπλιστή, φανατική μητέρα, συνεχώς πάνω από τα παιδιά, ευχάριστη στις κοινωνικές μας συναναστροφές και στις εξόδους μας, δημοφιλής στην οικογένειά του για τους καλούς μου τρόπους και το στυλ μου, αποδεκτή στον επαγγελματικό του κύκλο για το επίπεδό μου, γενικώς συμπαθής και εύκολη.
Ο καρκίνος δεν ήταν στο σχέδιο και δεν ταίριαζε με το προφίλ. Δεν ξέρω αν αυτή ήταν η πρώτη του σκέψη, γαμώτο-αυτό μας έλειπε τώρα, αλλά σίγουρα του ήρθε μετά όταν άρχισε να βλέπει στην πράξη πόσο άγριο είναι το πράγμα. Οταν πήγα σπίτι, μετά τη διάγνωση, με αγκάλιασε, καθίσαμε στον καναπέ, με καθησύχασε ότι όλα θα πάνε καλά αλλά κάτι έλειπε. Δεν συμμετείχε, δεν έδειξε διάθεση να ψάξει γιατρούς και θεραπείες, να μιλήσει με ανθρώπους που ξέρουν από αυτά, να με κατευθύνει, να μάθει τις αγωνίες και τους φόβους μου. Ηθελα να ακούσω πως μ αγαπάει και θα πάμε μαζί μέχρι το τέλος, ότι θα είναι συνέχεια δίπλα μου, ότι τώρα όλα είμαι εγώ και τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από την υγεία μου. Αφού βεβαιώθηκε ότι δεν έχω σκοπό να το ξεφουρνίσω αμέσως στα παιδιά, το γύρισε στη Nova για τη Euroleague και μου συνέστησε να πάω για ύπνο να ξεκουραστώ. Μέσα μου ήξερα ήδη ότι αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα κοιμόμασταν στο ίδιο κρεβάτι.
Δεν είχα αυταπάτες. Ηξερα πως είναι πολύ απορροφημένος από τον εαυτό του, σκληρά εγωκεντρικός και ότι τον ενδιέφερε κυρίως η εικόνα, η δική του και όλης της οικογένειας μαζί. Οταν τα παιδιά δεν τα πήγαιναν καλά, στους βαθμούς ή ακόμη και στο ποδόσφαιρο, γινόταν έξαλλος, τους ήθελε νικητές, σαν τον ίδιο που είχε μια γραφειάρα στο Κολωνάκι, φραγκάτους πελάτες ακόμη και μέσα στην κρίση, γραμματείς, ασκούμενες, νεαρούς δικηγόρους που τους έπινε το αίμα.
Οταν τον γνώρισα και τον ερωτεύτηκα ήμουν 25 χρόνων και με τραβούσε πολύ η δύναμή του. Με έκανε να αισθάνομαι ασφάλεια, ότι βρίσκει τις λύσεις, αναλαμβάνει πρωτοβουλίες, ανοίγει δρόμους, παίρνει τις σοβαρές αποφάσεις και έτσι μ αφήνει ένα βήμα πίσω, χωρίς μεγάλα άγχη και χωρίς σπουδαίους προβληματισμούς. Ποτέ δεν ήταν πολύ κοντά μου, με αντιμετώπιζε σαν την ιδανική σύντροφο στα μάτια των άλλων, ο ίδιος δεν έδειχνε ποτέ ούτε να με εκτιμά ιδιαίτερα, ούτε να με αποζητά ούτε να μην μπορεί χωρίς εμένα. Κάθε άλλο. Ελειπε συνέχεια στη δουλειά, έπαιζε σκουός κάθε μεσημέρι ανελλιπώς, έβγαινε αρκετά βράδια με φίλους χωρίς εμένα, αντροπαρέες έλεγε, και γενικώς είχε μια δική του κρυφή πραγματικότητα.
Επειτα ήταν η καλή ζωή. Δυο φορές την εβδομάδα κομμωτήριο, τρεις φορές πιλάτες, κάθε δεκαπέντε μέρες νύχια και φρύδια, μία φορά το μήνα καθαρισμός και ένζυμα για σύσφιξη προσώπου, μία φορά το εξάμηνο μπότοξ, εσωτερική για να καθαρίζει, να μαγειρεύει και να σιδερώνει, άλλη μπέιμπι σίτερ για τα παιδιά, ιδιαιτερούδες να μπαινοβγαίνουν και στο μεταξύ παρέα με μαμάδες συμμαθητών, κάτι συμμαθήτριες που κρατήσαμε επαφή και κάτι φίλες που έκανα στο γυμναστήριο. Καθόλου άσχημα.
Τελείωσα το Κολέγιο και έμαθα από μικρή στην καλή ζωή. Ο μπαμπάς δικαστής και η μαμά δικαστίνα, μοναχοπαίδι εγώ, έβγαινε και παραέβγαινε το πράγμα. Εκανα ό,τι μου έλεγαν, τι γλώσσες να μάθω, τι σπουδές να κάνω, ακόμη και τι παρέες να διαλέγω. Ασε που θέλανε γαμπρό δικηγόρο γιατί αισθάνονταν από πάνω και τους άρεσε που είχε ανάγκη τις γνωριμίες τους. Το έδειχναν με κάθε τρόπο. Πολύ ελεγκτικοί για το πώς μεγαλώνουμε τα παιδιά, πολύ απαιτητικοί για οικογενειακά τραπέζια στις γιορτές και στις αργίες, στα τηλέφωνα συνέχεια, με άποψη για όλα, από τις παρέες μας μέχρι τη διακόσμηση του σπιτιού μας. Μένουμε και κοντά, Φιλοθέη εμείς, Νέο Ψυχικό αυτοί, οπότε ήταν εύκολη η επαφή. Οι γονείς του Φάνη ζουν στη Θεσσαλονίκη οπότε δεν έχουμε πολλά πολλά, έχουν και κόρη εκεί, είναι βολεμένοι, δεν μας χρειάζονται. Και αυτοί αντιμετώπισαν τα νέα για την ασθένεια σαν ατύχημα. Δεν έδειξαν να νοιάζονται ιδιαίτερα για το πώς είμαι μέσα μου, αλλά καίγονταν για την καταστροφή της οικογενειακής γαλήνης, σαν να έσπασε ο ακαθρέφτης. Δεν μου έκανε εντύπωση. Ακόμη και οι γονείς μου δυσκολεύτηκαν να αντιμετωπίσουν τον καρκίνο σαν μια δική μου δοκιμασία, το πήραν σαν δικό τους πάθημα, μια μεγάλη αναποδιά που ανέτρεψε το πρόγραμμά τους για το παρακάτω, για ήσυχα και ασφαλή γεράματα.
Με την ασθένεια άλλαξαν όλα: Η ζωή μου, οι σχέσεις μου, εγώ η ίδια. Δεν ήταν μόνο η ψυχοθεραπεία που ξεκίνησα προσπαθώντας να καταλάβω τι συμβαίνει μέσα μου και γύρω μου, ήταν και η ομάδα αυτοβοήθειας γυναικών με καρκίνο. Μου σύστησε ο ψυχοθεραπευτής μου να το κάνω, ήταν σίγουρος πως θα μου κάνει καλό. Είχε δίκιο. Το να μοιράζομαι τις σκέψεις μου με ανθρώπους που δεν έχουν καμία σχέση με τη δική μου πραγματικότητα ήταν μια διεργασία συγκλονιστική. Στην αρχή ήμουν αμήχανη και σιγά σιγά έφτασα να ανυπομονώ για την επόμενη συνάντησή μας. Μια δασκάλα, μια κομμώτρια, μια λογίστρια, μια πωλήτρια, μια συνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος, μια νοσηλεύτρια, μια άνεργη και εγώ.
Μου πήρε περίπου έναν χρόνο για να πω το “θέλω να χωρίσουμε”. Με φόβιζαν πολύ τα πρακτικά θέματα, η νέα καθημερινότητα, οι αντιδράσεις των παιδιών, η πίεση των γύρω, κι όλες αυτές οι αλλαγές να γίνουν ενώ είμαι πιο ευάλωτη από ποτέ. Μέσα μου είχε τελειώσει από τότε που του ανακοίνωσα τη διάγνωση και σχεδόν ενοχλήθηκε για τη “στραβή” που μας βρήκε. Το ήξερε και ο ίδιος, αλλά δεν θα το έλεγε ποτέ, όσο το περιτύλιγμα δεν σκιζόταν.
Την απόφαση την πήρα ένα βράδυ που έβρεχε καταρρακτωδώς και ήμουν μόνη στο σπίτι. Τα παιδιά ήταν σ’ ένα πάρτυ και ο Φάνης, υποτίθεται, σε ένα επαγγελματικό δείπνο. Θα έβλεπα μια ταινία του Αλμαδοβάρ για να ξεχαστώ και είπα να παραγγγείλω παρόλο που δεν πεινούσα, έτσι, για να αισθανθώ “κανονική”.
‘Oταν είδα τον ντελιβερά μούσκεμα στην πόρτα, συνειδητοποίησα ότι δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα, ήταν μάλλον μια επιλογή που έδειχνε πόσο “χαλασμένη” είμαι, ποτέ δεν σκέφτομαι τον άλλο, όταν ο άλλος είναι έξω από τον δικό μου κόσμο. Η ψυχοθεραπεία με είχε βοηθήσει να έχω, τουλάχιστον, επίγνωση του κακού μέσα μου. Αισθάνθηκα απαίσια και του έδωσα ένα τρελό φιλοδώρημα για να απαλλαγώ από τις τύψεις μου, είκοσι ευρώ, κάτι τέτοιο. Αυτός ξαφνιάστηκε, τα χασε, με κοίταξε κατάματα και ρώτησε “γιατί;”. Αυτό το “γιατί;”, τόσο παράταιρα αθώο, σχεδόν τρυφερό, με έκανε να του πω να περάσει μέσα και αν μπορεί να πει μια δικαιολογία τηλεφωνικά στη δουλειά, για να μείνει να φάμε μαζί. Μου είπε ότι λίγο νωρίτερα είχαν αποφασίσει όλοι οι ντελιβεράδες του μαγαζιού να δηλώσουν στο αφεντικό ότι δεν μπορούν να συνεχίσουν μέσα στη βροχή. Επεφταν συνέχεια με το μηχανάκι, ο ίδιος είχε πέσει τρεις φορές.
Ηρθε γύρω στις 9, έμεινε περίπου δύο ώρες, ήπιαμε δυο μπουκάλια κρασί, φάγαμε αργά, και είπαμε τα πάντα. Κανονίσαμε να μιλήσουμε την επόμενη μέρα, για να του πω ότι ζήτησα από τον Φάνη να χωρίσουμε. Τελικά, του έστειλα sms λίγο μετά τα μεσάνυχτα.
Αυτή την περίοδο, οι «Απαρατήρητοι» ξαναγεννιούνται στο θέατρο επί Κολωνώ. Τους διδάσκει η Ελένη Σκότη στη σχολή της και οι ηθοποιοί, με τη δική της σκηνοθετική ματιά, ενσαρκώνουν χαρακτήρες που πλάθονται και ξαναπλάθονται στην πρόβα.